ολιγόσπερμος

ολιγόσπερμος
και λιγόσπερμος, -η, -ο (Α ὀλιγόσπερμος, -ον)
αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα
φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σπερμος (< σπέρμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόσπερμος — having little seed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοσπερμότερον — ὀλιγόσπερμος having little seed adverbial comp ὀλιγόσπερμος having little seed masc acc comp sg ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόσπερμον — ὀλιγόσπερμος having little seed masc/fem acc sg ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόσπερμα — ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… …   Dictionary of Greek

  • λιγόσπερμος — η, ο βλ. ολιγόσπερμος …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχους — ὀλιγόχους, ουν και οος, οον (Α) 1. ολιγόσπερμος 2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά χους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”